ἐπιληψίμων

ἐπιληψίμων
ἐπιλήψιμος
reprehensible
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλιοκόριτσο — το κορίτσι κακής ανατροφής ή επιλήψιμων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + κορίτσι] …   Dictionary of Greek

  • Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”